- αμαξοποιείο
- το [αμαξοποιός]εργοστάσιο στο οποίο κατασκευάζονται άμαξες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμαξοποιείο — το εργαστήριο κατασκευής αμαξών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμαξοπηγείο — το [αμαξοπηγός] το αμαξοποιείο* … Dictionary of Greek
αμαξοποιός — ο κατασκευαστής αμαξών, αμαξοπηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα + ποιός < ποιώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αμαξοποιείο, αμαξοποιία] … Dictionary of Greek
αμαξουργείο — το [αμαξουργός] το αμαξοποιείο* … Dictionary of Greek
αμαξουργείο — το το αμαξοποιείο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)